- ανακλίνω
- (Α ἀνακλίνω)1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω2. ανασηκώνω3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.)αρχ.1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω5. (για σεισμό) ανατρέπω, καταστρέφω6. φρ. «ἀνακλίνω ἑμαυτὸν ἐπὶ τὸ ἐναντίον», για ναύτες που παλεύουν εναντίον τού ανέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κλίνω.ΠΑΡ. ανάκλιντρο(ν), ανάκλιση(-ις)αρχ.ἀνακλισμός, ἀνάκλιτος].
Dictionary of Greek. 2013.